- επιπεφυκώς
- Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και μπορεί να εξελιχθεί, ανάλογα με την αιτία που την προκάλεσε, με τρόπο οξύ ή χρόνιο. Όλοι οι λοιμώδεις παράγοντες, όπως μικρόβια, ιοί ή πρωτόζωα, μπορούν να την προκαλέσουν καθώς επίσης αίτια φυσικά που δρουν ερεθιστικά (παρατεταμένη έκθεση σε υπεριώδεις ή υπέρυθρες ακτίνες, σκόνη κ.ά.), τοξικά (ποδάγρα), αλλεργικά (έκθεση προδιαθεσικών ατόμων στη γύρη των λουλουδιών κ.ά.). Η θεραπευτική αγωγή της επιπεφυκίτιδας κατευθύνεται στην απομάκρυνση των αιτιών που την προκάλεσαν με τη χορήγηση αντιμικροβιακών φαρμάκων (αντιβιοτικά, χημειοθεραπευτικά κ.ά.) συνδυάζοντας συγχρόνως την τοπική χρήση κολλυρίων με αποσυμφορητικές και αντισηπτικές ιδιότητες.
* * *οανατ. λεπτότατος και διαφανής βλεννογόνος υμένας που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια τών βλεφάρων και την εξωτερική επιφάνεια τού βολβού και τού κερατοειδούς τών οφθαλμών.
Dictionary of Greek. 2013.